- ανακαλιέμαι
- ανακαλιοδμαι (ε)1) взывать к богу, к возмездию, проклинать; 2) причитать; жаловаться, плакаться; 3) обвинять публично (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακαλιέμαι — και ανακαλιούμαι 1. επικαλούμαι: Ανακαλιέται το Θεό και όλους τους αγίους (δημ. τραγ.). 2. θρηνώ, οδύρομαι: Γύριζε στους δρόμους του χωριού κι ανακαλιόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek